- χοριομηνιγγίτιδα
- η, Νιατρ. μορφή μηνιγγίτιδας, κατά την οποία διηθούνται από λεμφοκύτταρα και τα χοριοειδή πλέγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choriomeningitis < χόριο(ν) + μηνιγγίτιδα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.